Monday, September 19, 2016

Αθήνα, 2016 Σεπτέμβριος, Κέντρο...


..... Οδός Σταδίου.....
                   
                  Ποιο κέντρο γίνεται? 
                           

Κουβέντα με ένα λουλούδι (18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας του Γιάννη Ρίτσου)



Κυκλάμινο-κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς πού μίσχο και σαλεύεις

Μέσα στο βράχο σύναξα το γαίμα στάλα-στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα

Thursday, September 15, 2016

Αν θες το φως, βρες και άνοιξε τα χαμένα παράθυρα ( Του Χρήστου Τσαγκάρη)



Όταν μιλάς, απολογείσαι σε ίσκιους.

Δεν ο ήχος που ακούς όταν σπας το κενό συναρμόττοντας φθόγγους και λέξεις.

Είναι που κάθε σου μέρα οφείλει – αν θέλει να λέγεται μέρα – να σκεπάσει τη νύχτα.

Δεν διώχνεις το σκοτάδι σιωπηλά γιατί η νύχτα είναι η απόρθητη σιωπή.

Νύχτα είναι το μαχαίρι που καρφώνεται στην πλάτη του χρώματος.


Όταν μιλάς, απολογείσαι σε ίσκιους.

Είσαι σε ένα σπίτι με τα μάτια κλειστά και τις κουρτίνες μπροστά στα παράθυρα.

Το σκοτάδι σε φοβίζει. Και όμως δεν θα το διώξεις, αν δεν το αντικρίσεις κατάματα.

Δεν αρκεί να διαβάζεις με ένα μικροσκοπικό φακό βυθισμένος στη σιωπή.

Ένα σπίρτο δεν φέρνει το ξημέρωμα.


Αν θες το φως, βρες και άνοιξε τα χαμένα παράθυρα.

Να ξέρεις ότι έχεις μπροστά σου ατέλειωτους ίσκιους που σε ειρωνεύονται.

Μαχαίρωσε τη νύχτα, δέσε τους ίσκιους. Δεν θα μπορέσεις. Ακούς από τώρα το γέλιο τους.

Δεν θα διώξεις τα φαντάσματα απειλώντας τα.


Αν θες το φως, βρες και άνοιξε τα χαμένα παράθυρα.

Είσαι σε ένα σπίτι με χιλιάδες παράθυρα και τη νύχτα ανεβασμένη στο θρόνο της.

Αν θες το φως, άνοιξε τα παράθυρα.

Και από κάθε σχισμή, φαίνονται ακτίνες συμπαραστάτες σου.

Και κάθε ακτίνα είναι λιοντάρι κομμένο από τον θρόνο της νύχτας.

Αν θες το φως, ψάξε το δρόμο που φεύγει από σένα και πηγαίνει στον άλλον,

Και από τον άλλον σε άλλον και έτσι κάποτε γυρνάει σε σένα.

Και τότε δεν είσαι μόνος σου αλλά μαζί με πολλούς

Αν θες το φως, βρες και άνοιξε τα χαμένα παράθυρα.

Πολλά χέρια θα ανοίξουν πιο γρήγορα τα παράθυρα.

Πολλά χέρια θα φέρουν περισσότερες ακτίνες.


Και όσο ανοίγουν παράθυρα, τόσο προχωρά ο δρόμος που άρχισες,

Και ανοίγει το πέρασμα για να ανέβει ο ήλιος.


Και είσαι πια σε ένα σπίτι με χιλιάδες ανοιγμένα παράθυρα να καλωσορίζουν τον ήλιο.

Και η μέρα που ξυπνά βγάζει τις αλυσίδες της ,


και τις φορά στα σκυλιά της Εκάτης.


Monday, September 12, 2016

V.......(Μανόλης Αναγνωστάκης, Από τα Πέντε μικρά θέματα)



Χαρά, Χαρά, ζεστὴ ἀγαπημένη
Τραγούδι ἀστείρευτο σὲ χείλια χιμαιρικὰ
Στὰ γυμνά μου μπράτσα τὸ εἴδωλό σου συντρίβω
Χαρὰ μακρινή, σὰν τὴ θάλασσα ἀτέλειωτη
Κουρέλι ἀκριβὸ τῆς πικρῆς ἀναζήτησης
Ἄσε νὰ φτύσω τὸ φαρμάκι τῆς ψεύτρας σου ὕπαρξης
Ἄσε νὰ ὁραματιστῶ τὶς νεκρὲς ἀναμνήσεις μου
(Ἀνελέητο κύμα τῆς νιότης μου).

Ὢ ψυχὴ τὴν ἀγωνία ἐρωτευμένη!



Από τη συλλογή «Εποχές»


Μανόλης Αναγνωστάκης, "Πέντε μικρά θέματα" (V)

Friday, September 9, 2016

Θα μείνω πάντα ιδανικός και ανάξιος εραστής.....



....των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σκίσω την θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μανδράς την Σιγκαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
και εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα χω πια ξεχάσει
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει..."

μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα τον φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

Νίκος Καββαδίας

Ο άνεμος φύσηξε....


Wednesday, September 7, 2016

Στα στενά της ανέχειας (Κουφογάζου Φωτεινή)


χάθηκες...
στο μεγάλο ωκεανό που μονάζει η θλίψη μας...
στις ευμετάβλητες σκιές της «καλωσύνης»
και στα οριοθετημένα μάτια  της ανάγκης μας

χάθηκες...,
στα κελιά των επιθυμιών και σε κείνη,
την «εξ απαλών ονύχων», αβάσταχτη ελαφρότητα,
που στα στεγανά μονοπάτια της, άτεγκτα υφίσταται το Είναι μας...

χάθηκες ...
μεσ'στα στενά περάσματα της ανέχειας
σε κείνα τα πληγωμένα μάτια του αιώνα,
στις καλαίσθητες επιφάνειες των εξωφύλλων και της ρεκλάμας,
στις παράτες της συνήθειας και της σιγουριάς
στην ευκολία, των πρόχειρων λόγων με τις αρίφνητες εκφάνσεις του

οι σοφοί ανθρώποι, παρηγοριούνται στα όριά τους
κι οι αλήθειες σου,
ξεγυγμνωμένες τώρα χάσκουν στο κενό και σε τρομάζουν
υποσυνείδητοι καλοθελητές του παρελθόντος,
σε κρατούν σε  βολικές ισορροπίες
μαζεύοντας τη μιλιά, κομπόδεμα

όλα επαναλαμβάνονται, σαν εργάκι εποχής
κι εσύ απλά, ο ηδονοβλεψίας παρατηρητής
χωρίς αντιδράσεις, χωρίς αντοχές, ...ως πότε....
ως πότε....;
Υπάρχουν 'Ανθρωποι εκεί έξω.
Υπάρχει πείνα, εδώ, μέσα μας
οι πράξεις είναι εκείνες,
που θα σ'οδηγήσουν γλυκά κι ωφέλιμα ως την θανή σου..
ο  πόνος αυτός, σου δίνει τη σοφία, να τον διαχειριστείς κατά το δοκούν

«γιατί η ζωή, είναι τσίτσιδη, και σκιαχτήκαμε, σαν που την αντικρίσαμε»

Γ' Βραβείο
Κατηγορία Σύγχρονης Ποίησης , στον ποιητικό διαγωνισμό ΤΟΥ ΚΕΛΑΙΝΩ 2016




Της Θάλασσας τεχνίτες η ...Η τέχνη που χάνεται....



Ταρσανάς, Ερμούπολη , Σύρος