Την Κυριακή της Αποκριάς οι Δελφοί τίμησαν την αρχαία και
νεώτερη λαϊκή τους παράδοση με ένα δρώμενο που περικλείει στοιχεία των
διονυσιακών γιορτών, της τοπικής λαογραφίας και επίσης της τοπικής κοινωνικής
εξέλιξης..
Το 1890 οι κάτοικοι του Καστριού βίωσαν ένα σοκ με την
απομάκρυνσή τους από τις πατρογονικές εστίες ώστε να μπορέσει να
πραγματοποιηθεί η μεγάλη ανασκαφή.
Το σοκ συνεχίστηκε στα αμέσως επόμενα χρόνια όταν η
καθημερινότητά τους διαταρασσόταν συνεχώς από το πλήθος επισκεπτών που άρχισε
να συρρέει για να θαυμάσει τα αρχαία ευρήματα. Πράγμα που τους υποχρέωσε να
στραφούν σε νέες επαγγελματικές ασχολίες και από μια φτωχή κοινωνία αγροτών και
κτηνοτρόφων να εξελιχθούν σταδιακά σε μια κοινωνία με έμφαση στην τουριστική
επιχειρηματικότητα με όλες τις θετικές και αρνητικές επιπτώσεις που έφερε μαζί
της η γρήγορη μετάλλαξη.
Αυτή η μετάλλαξη – μεταμόρφωση σατιρίζεται με το δρώμενο
“Οι αρχοντοχωριάτες και ο Γκαβόγιαννος” όπου Γκαβόγιαννος είναι ο αντί-ήρωας
ενός δελφιώτικου μύθου που αδικημένος για την εργασία που προσέφερε και έχοντας
απορριφθεί από τη νέα που αγάπησε μαγεύει το χωριό καρφώνοντας πασσάλους στις
τέσσερις άκρες του με την κατάρα να μην δει ποτέ προκοπή. Εκτός εάν… οι
κάτοικοι ανακαλύψουν τους πασσάλους και τους αφαιρέσουν.
Οι συμμετέχοντες του σύγχρονου διονυσιακού θιάσου φορούν
από την μέση και κάτω παλιές παραδοσιακές φορεσιές και τσαρούχια που
αντιπροσωπεύουν την προέλευση και τις ρίζες τους όπως και την αρχέγονη επαφή
τους με την γη που έτρεφε αυτούς και τα ζώα τους. Από τη μέση και πάνω τα ρούχα
είναι σύγχρονα για να καταδείξουν το πέρασμα τον ίδιων σε μια νέα
πραγματικότητα. Η σχετική ομοιομορφία στις μάσκες συμβολίζει την κοινή
ταυτότητα, το κοινό παρόν και μέλλον των κατοίκων.
Αφού ολοκληρώθηκε η πορεία στους δρόμους της πόλης με μουσική,
τραγούδια και κυνηγητό του Γκαβόγιαννου που καρφώνει τους πασσάλους του η πομπή
κατέληξε στην κεντρική πλατεία όπου το δρώμενο κορυφώθηκε με κεράσματα και με χορούς γύρω από την αναμμένη
φωτιά.....
Ο ΓΚΑΒΟΓΙΑΝΝΟΣ
Όταν χτιζόταν το χωριό, οι Δελφοί, είχαν έρθει πολλοί
μαστόροι για να χτίσουν τα νέα σπίτια, ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ένας καλός
τεχνίτης από ένα χωριό της Ηπείρου.
Τον Γιάννη, που ήταν τυφλός από το ένα μάτι του, τον
φώναζαν Γκαβόγιαννο κ’ ήταν και μάγος.
Όταν ήταν πανσέληνος, πήγαινε τα μεσάνυχτα στην πλατεία
και κουβέντιαζε με το φεγγάρι χειρονομώντας και βγάζοντας ακατάληπτες κραυγές.
Όσοι χωρικοί τον είχαν δει τότε, έλεγαν πως το φεγγάρι κατέβαινε χαμηλά -πράγμα
παράξενο- και έκαναν το σταυρό τους. Στο χωριό ήξεραν για τα μαγικά που έκανε
και τον φοβόντουσαν.
Αυτός έφτιανε με άλλους μαστόρους το σπίτι του Ντεβερέ,
όμως λογομάχησε μαζί του άσχημα γιατί δεν τον πλέρωσε όσα έκανε ο κόπος του και
έφυγε αφού ούτε ο πρόεδρος ούτε ο παππάς του χωριού μπόρεσαν να τον βοηθήσουν.
Αλλά πριν φύγει πήγε στο καφενείο του Τσους που ήταν μαζεμένοι οι άντρες και
έπαιζαν πρέφα, στάθηκε στο μέσον και τους είπε “Εγώ φεύγω γιατί δε μου
φερθήκατε καλά και με αδικήσατε και με σταναχωρέσατε αλλά εγώ θα σας εκδικηθώ.
Κάρφωσα το χωριό σας στις τέσσερεις άκρες με παλούκια και δεν πρόκειται να
ιδείτε προκοπή γιατί το χωριό θα είναι παλουκωμένο και καταραμένο και θα σας
βρούνε μεγάλα κακά. Αν όμως κατορθώσετε και βρείτε τα παλούκια, τότε θα λυθούν
τα μάγια”. Μετά πήρε τον μπόγο του και έφυγε αφήνοντας άφωνους τους χωριάτες.
Οι χωριανοί αλαφιάστηκαν και έλεγαν “Δε θες να είναι
αλήθεια αυτός μάγος και μας κάρφωσε και παλούκωσε το χωριό μας να μην ιδεί
προκοπή; Πρέπει να βρούμε τα παλούκια, να λυθούν τα μάγια”. Και άρχισαν να
ψάχνουν τις άκρες του χωριού.
Τη χρονιά εκείνη -θες από σύμπτωση… θες από το κακό
μελέτημα…- οι περισσότερες γίδες μανάρες του χωριού που είχαν μαρκαλιστεί
απόρριξαν και έμειναν στέρφες. Τα πιο πολλά νοικοκυριά στερήθηκαν το γάλα για
τα παιδιά τους, τα κατσίκια για τον καπαμά τις Απόκριες και για τη σούβλα το
Πάσχα. Γιατί συνήθως έκαναν δυο-τρία κατσικάκια, ήταν Μαλτέζες. Και τότε,
μεγάλη οργή και κατάρες ξέσπασαν στο χωριό κατά του Γκαβόγιαννου.
Μετά από συμβούλιο στον καφενέ και ψάξιμο, ανακάλυψαν τα
δύο από αυτά, ήταν μεγάλα από αγριελιά με τρείς χαλκάδες-δαχτυλίδια γύρω τους,
και τα έριξαν στα Ζαλέστια στον κάρκαρο, να τα πάρει το νερό μήπως και λυθούν
τα μάγια. Γιατί όλα αυτά τα χρόνια ό,τι κακό γινόταν στο χωριό, ανομβρία,
αρρώστιες, σκοτωμοί, ακρίδες… τα έριχναν στα μάγια του Γκαβόγιαννου.
Μετά από χρόνια όταν άνοιγαν ένα πηγάδι στην άκρη του
χωριού, δυτικά, δίπλα στα τελευταία σπίτια, μετά τα πρώτα σκαψίματα βρήκαν ένα
μεγάλο παλούκι με τρείς χαλκάδες πάνω του. Το πήγαν στους δημογέροντες και οι
γερόντοι είπαν πως είναι το τρίτο παλούκι του Γκαβόγιαννου.
Το τέταρτο παλούκι, παρόλο που ψάξανε ξανά και ξανά όλα
εκείνα τα χρόνια δεν βρέθηκε ποτέ. Άραγε έχουν λυθεί τα μάγια με τα τρία που
βρέθηκαν ή το χωριό είναι ακόμα καταραμένο ώσπου να βρεθεί το τέταρτο παλούκι;
Ποιος το ξέρει!
Αυτά μου τα διηγούταν ο Διαμαντής Κουμπλής (Καμαρωτός)
που ήταν φύλακας του Μουσείου και είχε ακούσει πολλές ιστορίες από τους
παππούδες του παλιού καιρού.
* Μια άλλη διήγηση λέει πως εκτός από τον τσακωμό με τον
Ντεβερέ για οικονομικούς λόγους, τον ίδιο καιρό τον Γκαβόγιαννο τον βρήκε και
μια άλλη μεγάλη απογοήτευση από μια όμορφη Δελφιώτισσα, τη Μαριγώ, που όταν της
εξομολογήθηκε τον έρωτά του αυτή τον περιγέλασε για το γκαβό του μάτι και τον
έδιωξε.
Από τις λαογραφικές διηγήσεις του Γιάννη Ν. Μπακούρου
“Κάτω από τις Φαιδριάδες”,
Εκδοση Δήμου Δελφών, 2004
Δελφοι 13/3/2016
Μια προσπάθεια φωτογραφικής αποτύπωσης του δρώμενου σε
σχέση με τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες....
Γι αυτό χάθηκες λοιπόν...
ReplyDeleteΘαυμάσια παρουσίαση και οι φωτογραφίες σου μοναδικές Θάνο!
Καλή Σαρακοστή!
Μαρία, Σε ευχαριστω πολυ για μια ακόμα φορά... μερικές φορές η αποχή επιβάλλεται για λόγους " ανωτέρας βίας"... ας πούμε back to normal...
DeleteΚαλή σαρακοστή να έχουμε και εσυ να συνεχίζεις να μας προσφέρεις απλόχερα τις μοναδικές γραφές σου !!!!