Πάρε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο. Ο μεγάλος
χάρτης σκισμένος. Η γεωγραφία χαμένη ανάμεσα σε άχρηστα βιβλία. Ο εξάντας δίχως
φακούς. Τους βγάλαμε για ν' ανάψουμε τσιγάρα. Σπασμένο το παλινώριο. Η ρίγλα
ζαβωμένη. Το βελόνι της πυξίδας τρελάθηκε και τρεκλίζει. Την μπαρκέτα την έκοψε
κυνηγός, μπορεί και σκυλόψαρο. Μετζαρόλι, μα ο άμμος δε βολεί να περάσει. Ας
μετρήσουμε τον ήλιο με τα δάχτυλα. Ποιον απ' όλους;
-Λίγη γαλέτα;
-Πάρε... Γιατί φτύνεις;
-Νερό.
-Σώθηκε.
-Είπες πως για μένα θ' ανοίξεις τη φλέβα σου.
-Δες. Την άνοιξα. Δεν τρέχει στάλα. [...] Φυσάει. Είναι
κόντρα. Αλαργεύουμε.
Βρέχει. Πιες. Κοιμήσου, θα σε φυλάω.
-Κοιμάμαι. Είναι καιρός που κοιμάμαι.
-Τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου. ασε με να τα καθαρίσω
από το αλάτι.
-Όχι.
-Γιατί γλιστράς από τα χέρια μου; Πού είσαι; Έχω
καινούρια tattoo να σου δείξω.
Μην ξυπνάς... Έτσι όπως είσαι θα σε βάλω φιγούρα σε
πλώρη... Κοριτσάκι. Πιάσε με
απ' το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο.
-Δεν έχω χέρι. Δεν υπάρχει κόσμος...
(Νίκος
Καββαδίας, «Βάρδια»)
No comments:
Post a Comment