Monday, June 4, 2012

Το έπος της Εφορίας (της Μ. Κανελλάκη)


Δημόσια υπηρεσία. Εννιά το πρωί. Είσοδος-νυφικό. Με ουρά πολλών μέτρων. Πρώτος σταθμός,  μετά από μισή ώρα παραδειγματικής ορθοστασίας. Το μηχάνημα ξερνάει χαρτάκια απ’ το μεταλλικό στόμα του. Το νούμερο απελπιστικά απόμακρο. Κτίριο τάδε, διεύθυνση δείνα, δώθε γραφείο, κείθε μητρώο, επάνω όροφος, το πρωτόκολλο κάτω, το φωτοτυπικό που δεν λειτουργεί ποτέ, για φωτοτυπίες στο απέναντι ψιλικατζίδικο, τα χαρτόσημα που λείπουν, ξανά κάτω, έξω, απέναντι, πίσω πάλι, σκάλες, υπογραφή του διευθυντή, ο διευθυντής νομοτελειακά είναι σε άλλον όροφο, πίσω από κάποια ντουλάπα, με φίκο στην πόρτα και γυαλισμένη ταμπέλα έξω απ’ το γραφείο του. Η υπογραφή του γδέρνει το χαρτί, είναι θυμωμένη και νευρική. Η καλημέρα φαντάζει τόσο αταίριαστη φράση, όσο να πεις σ’ έναν μελλοθάνατο «Χρόνια Πολλά». Επιστροφή, διάδρομος, σκάλες, ανασύνταξη δυνάμεων, η σακούλα ασφυκτικά γεμάτη από έγγραφα, το TAXISnet μου μέσα!...η αγωνία κορυφώνεται…
Περασμένες έντεκα. Ο γκισές, ο υπάλληλος κι εμείς. Πίσω μου ένας γέροντας. Δυο ώρες μαζί, στήσαμε κουβεντούλα να ξεγελάσουμε την αγωνία μας. Εκείνος έπρεπε να επιστρέψει εγκαίρως σπίτι του, για να βάλει τη συσκευή οξυγόνου. Κι εγώ να πάω στη δουλειά, χρεωμένη με μιαν αξιοπρεπή καθυστέρηση. Πιο πίσω, ορδές. Κουρασμένοι, διψασμένοι, βιαστικοί, αγχωμένοι, έγκυες, γριές, μπαστούνια, έγγραφα που κάνουν αέρα σε ιδρωμένα πρόσωπα, χέρια που πετάγονται σαν ελατήρια, παιδάκια που τσιρίζουν, μυρωδιές απ’ την αδρεναλίνη, μεταλλικοί ήχοι συρταριών που ανοιγοκλείνουν, τα δάχτυλα που βαράνε με λύσσα  τα πληκτρολόγια και οθόνες που ξερνάνε καρτέλες με αριθμούς. Οι υπάλληλοι στο βάθος, πίσω απ’ το μοναχικό υπάλληλο που εξυπηρετεί, σχολιάζουν τη Γιουροβίζιον. Θόλωσε το μάτι μου. Πόσο θέλει ο άνθρωπος για να ξυπνήσει το αγρίμι μέσα του; Ένα Τσακ (Νόρις) θέλει. Εξακριβωμένο!
«Σας παρακαλώ, μπορείτε να βάλετε κι άλλους υπαλλήλους να εξυπηρετούν; Υπάρχουν  άνθρωποι με προβλήματα υγείας εδώ μέσα. Αν μη τι άλλο, σεβαστείτε τους!...». Άλαλα τα χείλη, ανέκφραστα τα πρόσωπα, κάτι βιαστικές ματιές πέσανε πάνω μου κι ένιωσα ότι η κραυγή μου ακούστηκε σα βόμβος μύγας, που ενόχλησε για δευτερόλεπτα τη βύθισή τους στην προσωπική τους στρατόσφαιρα. Ακούγονται κι άλλες φωνές διαμαρτυρίας ξοπίσω μου. Ένας νεαρός φωνάζει για την έγκυο γυναίκα του, που δεν αντέχει άλλο την ορθοστασία. Σαν απόστημα που έσπασε απότομα απ’ την πίεση και ξέρασε όλο το φαρμάκι του. Ο Προϊστάμενος σηκώνεται απ’ την καρέκλα του με ύφος σερίφη, ανασκουμπώνει τα παντελόνια του κι αρχίζει να ουρλιάζει: «Σ’ όποιον δεν αρέσει να περιμένει, να έρθει να συμπληρώσει στο γραφείο μου μια δήλωση!». «Μεταμέλειας;», ακούγεται μια φωνή απ’ το βάθος. Ο Προϊστάμενος-Σερίφης, γυρίζει προς το μέρος μας με ύφος βλοσυρό. «Μας έχουν αποδεκατίσει λέμε! Είμαστε λίγοι, δεν το βλέπετε; Να ζητήσετε να μας στείλουν παραπάνω προσωπικό!... Αλλιώς, να περιμένετε στην ουρά!!!».  Οι «σφαίρες» του, μας βρήκαν κατευθείαν στο δόξα πατρί. Υπό την αόρατη απειλή να μην εξυπηρετηθούμε, πέσαμε ηρωικώς στο πεδίο της ουράς και το βουλώσαμε πανηγυρικώς για να τελειώνουμε.
Περασμένες δώδεκα. Αποχαιρέτησα με συγκίνηση τον γέροντα και έτρεξα με ταχύτητες φόρμουλας-1 μέχρι τη δουλειά μου. Αυτός, ίσα που θα προλάβαινε να κάνει τη θεραπεία του κι εγώ, αν ήμουν τυχερή, θα έφευγα απ’ το γραφείο πριν το χάραμα, για να αναπληρώσω τις χαμένες ώρες και να εξευμενίσω τα νεύρα του δικού μου Προϊσταμένου. Στην ερώτησή του «Μα τι έκανες τόσες ώρες στην εφορία;», η πίεσή μου θα πρέπει να έκανε ατομικό ρεκόρ αναρρίχησης.  Ήταν απ’ τις φορές που ο εγκέφαλος αρνείται να δώσει εντολή στο στόμα. Το κρατάει πεισματικά σφραγισμένο, μ’ έναν κόμπο να κόβει βόλτες μεταξύ λαιμού και λάρυγγα.
********
Αγαπημένε μου άγνωστε γέροντα, εύχομαι να πρόλαβες να κάνεις τις εισπνοές σου και να επέζησες μετά απ’ αυτήν την πορεία θανάτου. Άδικο να «πας» από ουρά στην εφορία, κι ενώ έχεις βιώσει ένα αλβανικό έπος, μια κατοχή, μια δικτατορία και μια ζωή γεμάτη βάσανα και στερήσεις.
Αγαπημένε μου συμπολίτη, δημόσιε υπάλληλε, ή όπως διάολο θέλεις να λέγεσαι. Εύχομαι ν’ αντέξεις την ώρα που θα κοιταχτείς στον καθρέφτη σου. Εύχομαι ν’ ανακαλύψεις σύντομα, ότι εκεί… ανάμεσα στις ουρές που στοιβάζονται κάθε μέρα μπροστά σου, είναι ο γονιός σου, η αδερφή σου, το παιδί σου, ή κι εσύ ο ίδιος. Πως η αναλγησία και η αδιαφορία, δεν είναι όπλα για να αντιταχθείς στην αδικία που νιώθεις ότι σου γίνεται. Είναι απλά, δείγματα συναισθηματικού αναλφαβητισμού και έλλειψη στοιχειώδους μόρφωσης. Κάτι μου λέει ότι, όταν καταφέρεις να το αντιληφθείς αυτό, θα γίνει η χώρα μας μια στάλα καλύτερη…

(Μαρία Κανελλάκη)
    Ιούνιος 2012

1 comment:

  1. Αχ Μαρία...Μαρία της καρδιάς μας..<3

    ReplyDelete