Wednesday, January 30, 2019
Saturday, January 26, 2019
Friday, January 25, 2019
Η τέχνη στον δρόμο....
Location:Athens, Greece
Belgrade, Serbia
Wednesday, January 16, 2019
Όλα ειναι δρόμος.....
Location:Athens, Greece
Bucharest, Romania
Saturday, January 12, 2019
Friday, January 11, 2019
Thursday, January 10, 2019
Συνάντηση (Ανέκδοτο κείμενο της Μαρίνας Σαουνάτσου)
Μου τηλεφώνησες χθες και μου ζήτησες να συναντηθούμε. Δέχτηκα περισσότερο από αμηχανία παρά από επιθυμία. Μου έδωσες ραντεβού στο καφενείο στην παλιά μας γειτονιά, απέναντι απ’ την πλατεία με τη μεγάλη λευκή εκκλησία. Αναρωτήθηκα γιατί. Έχω χρόνια να περάσω από κει. Οκτώ; Εννιά; Δεν θυμάμαι. Μετακόμισα αμέσως μετά από την τελευταία εκείνη φορά που σε είδα στο γραφείο του δικηγόρου ή μήπως ήταν του συμβολαιογράφου -ούτε αυτό το θυμάμαι- ήταν πάντως τότε που βάλαμε την τελευταία υπογραφή, δεν θυμάμαι ούτε το όνομά του, ούτε το πρόσωπό του, ούτε που ήταν, τίποτα δεν θυμάμαι πια παρά μόνο το μεγάλο δρύινο γραφείο και τη χαρτούρα που μου προκαλούσε πονοκέφαλο, και σένα, εσένα δίπλα μου να σε κοιτάω και να μην αισθάνομαι τίποτα εκτός ίσως από λίγο θυμό, γιατί για μια στιγμή νομίζω ένιωσα την ανάγκη να σου φωνάξω «Δεν αισθάνομαι τίποτα μ’ ακούς;.», αλλά μόνον αυτό.
Η μικρή προσωπική μου νίκη. Δεν ήρθε εύκολα. Στην αρχή γυρνούσα σπίτι από το γραφείο και δεν άντεχα τη σιωπή. Άνοιγα την τηλεόραση και την άφηνα να παίζει δυνατά, έτρωγα κάτι στο πόδι και ξάπλωνα νωρίς. Δεν κοιμόμουνα. Είχα διαρκώς την αίσθηση πως τις νύχτες κάποιος κρυβόταν πίσω απ’ την κουρτίνα και με παρακολουθούσε, τραβούσα το σεντόνι πάνω απ’ το κεφάλι μου και ζουλούσα το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι, άλλοτε τον ένιωθα κάτω απ’ το κρεβάτι και ήταν φορές που τον άκουγα να περπατάει μέσα στο σπίτι· έτριζαν τα βήματά του στο ξύλινο πάτωμα και έμπηγα τα νύχια μου στο στρώμα.
Πέρασαν αυτά όμως πια. Μοιάζουν με εφιάλτη που ξεθώριασε στο φως της ημέρας. Δεν ανοίγω σχεδόν ποτέ την τηλεόραση τώρα και τις νύχτες στο σπίτι δεν τριγυρίζει κανείς· δεν φοβάμαι, δεν νιώθω απολύτως τίποτα.
Έφυγα νωρίτερα απ΄τη δουλειά και έρχομαι να σε συναντήσω χωρίς να βρίσκω τον λόγο. Δεν έχω τίποτα να σου πω. Είμαι κουρασμένη και σιχαίνομαι να οδηγώ στο κέντρο της πόλης· η κίνηση με εκνευρίζει. Μετράω ήδη το τρίτο φανάρι που μένω κολλημένη στο ίδιο σημείο, χτυπάω τα χέρια μου στο τιμόνι κι αρχίζω να βρίζω· λίγο τον τροχονόμο, λίγο την τύχη μου, λίγο και σένα · στύβω το μυαλό μου να θυμηθώ, αν είναι οκτώ τα χρόνια ή εννιά.... Δεν θυμάμαι.
Να έχεις αλλάξει; Κι εγώ; Σίγουρα θα έχω αλλάξει κι εγώ, τα χρόνια περνούν αδυσώπητα και χαράσσουν βαθιά το σημάδι τους. Γυρίζω το μεσαίο καθρέφτη και κοιτάζομαι· ισιώνω τα μαλλιά μου και βγάζω τα γυαλιά· δεν βλέπω τίποτα και τα ξαναφοράω. Τι σημασία έχει πια.
Το φανάρι ανοίγει, ο τροχονόμος έχει φύγει και μου κορνάρουν, βάζω πρώτη και ξεκινάω, πρώτο, δεύτερο, τρίτο στενό στρίβω δεξιά στον δρόμο με τις ακακίες που μέναμε κάποτε· στη δεύτερη πολυκατοικία· με την σκοτεινή είσοδο· στο γωνιακό διαμέρισμα του τρίτου ορόφου με το μεγάλο μπαλκόνι και τα σφαλιστά παντζούρια. Όλα τα μοιράσαμε δίκαια. Κράτησα τα φυτά, πήρες το σκύλο, κράτησα τα βιβλία, πήρες τους δίσκους,... αλλά τι σημασία έχει πια.
Αφήνω το αυτοκίνητο σε ένα παρκινγκ πλησίον της πλατείας, για μια ώρα τους λέω όχι παραπάνω και δίνω το κλειδί ,περπατάω γρήγορα, έχω αργήσει. Στον δρόμο ισιώνω τα ρούχα μου και τα τινάζω - αυτό το φόρεμα με παχαίνει, έπρεπε να είχα φορέσει κάτι άλλο - πλησιάζω, κοιτάζω προς το καφενείο και σε ψάχνω. Σε βλέπω. Εσύ όχι.
Κοντοστέκομαι. Κρύβομαι στη γωνία. Ο καφενές έχει αλλάξει, έχει κλείσει τη μικρή αυλή με τζαμαρία και είναι ασφυκτικά γεμάτος· άνθρωποι, αναδεύονται μέσα σε μια ατμόσφαιρα θολή από καπνό, μοιάζει με βρόμικο ενυδρείο, μου κόβεται η αναπνοή.
Κάθεσαι σταυροπόδι και χτυπάς τα δάχτυλά σου στο τραπέζι νευρικά, κοιτάς το ρολόι σου, έπειτα την πόρτα, έπειτα ξανά το ρολόι σου, ανακατεύεις τον καφέ με το κουταλάκι, προσθέτεις ζάχαρη και ανακατεύεις ξανά. Έχεις γκριζάρει στους κροτάφους και έχεις αφήσει μούσι, φοράς κουστούμι και φαίνεσαι... μεγάλος. Χτενίζω τα μαλλιά μου με τα δάχτυλά μου, βάζω τα τσουλούφια που πέφτουν στα μάτια μου πίσω απ’ τα αυτιά, νιώθω τα πόδια μου βαριά, μουδιασμένα. Έχω αργήσει. Μένω ακίνητη.
Σηκώνεις το κινητό σου και καλείς, χτυπάει το δικό μου και απαντάω «Κάτι μου έτυχε στο γραφείο δεν προλαβαίνω, μια άλλη φορά» σου λέω και το κλείνω. Δεν ξέρω γιατί.
Ρίχνεις το κινητό στην τσέπη σου και φωνάζεις τον σερβιτόρο να πληρώσεις. Δεν έρχεται. Αδημονείς, τον ακολουθείς με το βλέμμα, στρίβεις τον κορμό, σηκώνεις το χέρι, ξεσφίγγεις τη γραβάτα, προσπαθείς ξανά. Δεν σε βλέπει. Αφήνεις τα χρήματα πάνω στο τραπέζι και φεύγεις. Απομακρύνεσαι με βήμα αργό, το κεφάλι σκυφτό, τα χέρια στις τσέπες. Φαίνεσαι θλιμμένος.
Σε ζηλεύω. Εγώ δεν αισθάνομαι τίποτα.
" Συνάντηση " Ανέκδοτο κείμενο της Μαρίνας Σαουνάτσου
( Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο " Το Ταξίμι του Οδυσσέα " κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης
Saturday, January 5, 2019
Friday, January 4, 2019
Subscribe to:
Posts (Atom)