Thursday, June 16, 2016

Οι άνθρωποι δεν έχουν μνήμη......


.......λησμονούν.
Αν κάποτε
μετρήσουν τη ζωή τους
με την απουσία σου,
θα ξέρεις:
υπήρξες και λείπεις.


Γιωργος Κιουρτίδης, Απόσπασμα από το  «  Εις Εαυτόν »
 Από την ποιητική συλλογή  « Οσποδάρος Χρόνος» , Εκδόσεις Ίαμβος
Πηγές

Το Κολιέ ειναι έργο της Alexias Pavlidou

https://www.facebook.com/alexia.pavlidou.1


Με φίλεψαν...


Wednesday, June 15, 2016

«Ήταν θεός; Ήταν άνθρωπος; Πού να το ξέρεις…» (Μ. Λουντέμης για τον Α. Σικελιανό)



Το 1976, ο φίλος του Αγγέλου Σικελιανού , Μενέλαος Λουντέμης δημοσιεύει το βιβλίο Ο Εξάγγελος  (Α. Σικελιανός) από τις εκδόσεις Δωρικός .

 Πρόκειται για έργο αφιερωμένο στον ποιητή, μέρος της ζωής του οποίου παρακολουθεί ο Λουντέμης, περιγράφοντας παράλληλα στον αναγνώστη την κοινωνία μα και το λογοτεχνικό σινάφι της εποχής. Διόλου τυχαία ο Λουντέμης αποκαλεί «Εξάγγελο» τον Σικελιανό του υψιπετούς λυρισμού, αποδίδοντάς του την ιδιότητα του προσώπου που στην αρχαία τραγωδία ερχόταν να ανακοινώσει στους θεατές όσα (συνήθως φριχτά) είχαν συμβεί στα ενδότερα. Ήδη ο τίτλος του έργου αποκαλύπτει την άποψη του Λουντέμη για τον Σικελιανό που θεωρούσε πως επρόκειτο για πνευματικό άνθρωπο που είχε αναλάβει να διαφωτίζει το κοινωνικό σύνολο για όσα εκείνο δεν μπορούσε να δει – εικόνα που δεν απέχει από την πεποίθηση του ίδιου του ποιητή σχετικά με τον ρόλο του Ποιητή (με π κεφαλαίο) ως ηγέτη. Εξάλλου το ποιητικό του έργο, ως εκπροσώπου της ποιητικής γενιάς του 1910, είναι έργο της φιλοσοφικής αναζήτησης, επηρεασμένο από τον Νίτσε και την περί υπερανθρώπου θεωρία του.

Στη συνέχεια μπορείτε να διαβάσετε αποσπάσματα από τον Εξάγγελο, σε επιλογή της Νατάσσας Συλλιγνάκη, διαφωτιστικό για το δέος (μα και τον φθόνο) που προξενούσε στην εποχή του ο εισηγητής της Δελφικής Ιδέας (οι Δελφοί, ως το κέντρο σύνθεσης των αντιθέσεων των λαών) και των δελφικών γιορτών (από το ίδιο βιβλίο, και η περιγραφή της θρυλικής κηδείας του Παλαμά).

 [...]

Ήταν θεός; Ήταν άνθρωπος; Πού να το ξέρεις… Δεν έκανε κανένα θάμα.
Για άνθρωπος, ωστόσο, του ‘πεφτε κάπως λίγο. Δεν έκανε καμιάν ασκήμια.
 Ήταν Π ο ι η τ ή ς. Αυτό τα λέει όλα.
 Πάντως, για την σκιαγραφία του, δεν πρόκειται να δανειστώ ξένες γνώμες, ούτε ν’ ανατρέξω σε ξένα ερανίσματα. Ο Άγγελος Σικελιανός θα ζήσει μέσα σ’ αυτές τις σελίδες όσο έζησε και στη ζωή του. Μνήμη του είναι η μνήμη μου. Να γιατί με τόσον πόνο —και με τόσην ευλάβεια— αρχίζω τούτο το γραφτό. Όχι έργο, όχι βιογραφία, μα μια κατάθεση ψυχής, ένα ευλαβικό αφιέρωμα σ’ έναν που ήρθε σ’ εμάς περπατώντας πάνω απ’ τις κορφές, και κατόπι χάθηκε μες τους αστερισμούς των μεγάλων προγόνων του Στίχου.

Ο Άγγελος Σικελιανός δεν μπορούσε να γεννηθεί αλλού.

Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να γεννηθούν οπουδήποτε χωρίς να ξαφνιάσουν κανέναν, ούτε και τους εαυτούς τους. Μα ο Σικελιανός ήταν τόσο ελληνόπρεπος, τόσο δωρικός, που κάθε άλλος χώρος θα τον παραμόρφωνε και θα τον ψεύτιζε. Υπάρχουν ακόμη και σήμερα άνθρωποι που, ενώ το ξέρουν θετικά πως γεννήθηκε στη Λευκάδα, επιμένουν πως γεννήθηκε στους Δελφούς. Και όχι μόνο γεννήθηκε, αλλά και π λ ά σ τ η κ ε.
Ποτέ, και γύρω από κανέναν ποιητή, δε δημιουργήθηκαν τόσοι θρύλοι, δεν ειπώθηκαν τόσοι μύθοι, και δε σκαρώθηκαν τόσα απίθανα ιστορήματα. Έτσι, δύσκολα κανείς μπορεί να βρει τα καθαρά ανθρώπινά του συστατικά.

Η Ελλάδα είχε κι έχει πολλούς και ποιητές και στιχουργούς. Τέτοιον λειτουργό όμως δεν είχε άλλον. Γιατί ο Σικελιανός δεν έγραφε, χάραζε. Δεν ήρθε να μας ευφράνει. Ήρθε να χρησμοδοτήσει. Να μας φέρει ένα άγγελμα —πότε φριχτό και πότε χαρμόσυνο— μα πάντα άγγελμα.
[…]

Ο Ποιητής μας ήταν πλατύστερνος και σα δημιουργός και σαν άντρας. Οι πίπες του, τα χαρτιά του, οι πένες του, τα ψηφία του, όλα ήταν μεγαλύτερα απ’ το κοινό μέτρο. Το ίδιο κι οι διασκελισμοί του κι οι χειρονομίες του.
[…]

Ο Σικελιανός δεν αντέγραψε, δε μιμήθηκε, δεν ξεσήκωσε κανέναν· ούτε σαν άνθρωπος, ούτε σαν ποιητής, ούτε σαν άντρας. Όλα του δόθηκαν έτοιμα κι από δυο μάλιστα μητέρες: απ’ τη Μούσα κι απ’ τη Φύση.

Υπήρχαν στην εποχή του πολλές φαρμακόγλωσσες, που διαδίδανε ότι ο Σικελιανός τότε που ‘γραφε δεν έλεγε ποτέ «γράφω», αλλά «ιερουργώ». Δεν είν’ αλήθεια. Προσωπικά δεν τον άκουσα ποτέ να προφέρει αυτή τη λέξη. «Δημιουργώ»… ναι, το είπε πολλές φορές, όπως δα κι όλοι μας.

Όμως τι να το κάνεις… Ο φθόνος είναι κι αυτός, συχνότατα, «ταλέντο».
Το ταλέντο κείνων που καταδικάστηκαν να πεθάνουν χωρίς ταλέντο. Και αυτοί οργιάζουν και —συχνά πυκνά— μεσουρανούν σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη, φτάνει να βρεθούν οι «νονοί», οι «ιμπρεσάριοι» και οι «Μαικήνες», που σε τόσην αφθονία υπάρχουν για όλες τις μετριότητες. Να… από κάτι τέτοια στόματα ξεκίνησαν τα διάφορα παραμύθια, που ο ίδιος όμως δεν έκανε τίποτα για να τα σταματήσει.

– Άσε, έλεγε. Να διασκεδάσω κι εγώ λιγάκι. Μόνο εκείνοι θα διασκεδάζουν;
– Κείνοι δεν διασκεδάζουν, του έλεγα. Υποφέρουν.
– Μπορούν ν’ αυτοθεραπευτούν.
– Αλίμονο. Δε θα το κάνουν. Αν είχαν ταλέντο, δε θα πληγώνονταν. Έτσι δε θα δοκίμαζαν να πληγώσουν εσένα.
– Τι να σου κάνω, αγαπημένε μου; Δεν μπορώ να τους βοηθήσω· σε τίποτα.
[…]

Σ’ όλη τη διάρκεια της φιλίας μας, δε θυμάμαι ποτέ ν’ ανταμώσαμε με συννεφιά. Σικελιανός και άνοιξη, Σικελιανός και καλοκαίρι. Ποτέ Σικελιανός και χειμώνας. Αυτόν τον άνθρωπο τον διεκδικούσαν μόνο τα καλοκαίρια. Ή, πιο σωστά, εκείνος τα κατακύρωνε για τον εαυτό του. Δίκαια. Και γι’ αυτό ζούσε απαραξένευτος, σα να ‘ταν οι εποχές δικές του. Το χειμώνα τον καταργούσε. Κλεινόταν στα μοναστήρια ή έπιανε τις ηλιόλουστες πλαγιές του Παρνασσού και παραχείμαζε εκεί. Στο Χρυσό ή στους Δελφούς. Μακρινοί τόποι για μας που ντυθήκαμε την Αθήνα. Πραγματικά, την Αθήνα τη φορούσαμε. Και γι’ αυτό στο πρώτο ξεμάκρεμα τρέχαμε να ζουφωθούμε στον κόρφο της. Να ποια ήταν η διαφορά. Εμείς κρυβόμασταν μες στην Αθήνα, κείνος κρυβόταν απ’ την Αθήνα.

Μα η άνοιξη δεν αργούσε. Κι ο Φοίβος ερχόταν, σα να τον έφερε κάποιο άρμα πορφυρό! Και εισέβαλε στη ζωή μας, για να μας επιβάλει τη θεϊκή του παρουσία. Πώς γινόταν και χάνανε όλοι μπροστά του το ανάστημά τους; Ψηλός, με την έννοια του ύψους, δεν ήταν τόσο πολύ. Ο Καζαντζάκης, ο Σκίπης, ο Μελαχροινός ήταν ψηλότεροι. Αλλά εδώ δεν πρόκειται για το απλό συμβατικό ύψος. Ήταν η υποβολή. Η στάση, η χειρονομία, ο λόγος, η κίνηση. Αν όμως τα ‘χαν κι οι άλλοι όλα αυτά, θα ‘πεφταν στον μπαλαφαρισμό. Ενώ ο Σικελιανός θα ψεύτιζε αν τα εγκατέλειπε. Του ήταν ξένο το κοινό μέτρο. Αν το εφάρμοζε, θα γινόταν αφύσικος, θλιβερός. Και τότε θα υποκρινόταν.
[…]

Κάθε φορά που ο Ποιητής γύριζε από κάποιο από τα περιπαθητικά του ταξίδια, ήταν σα να γύριζε από κανέναν «οστρακισμό». Ήταν πλανταγμένος από νοσταλγία. Κατέβαινε τρέχοντας στην αποβάθρα και, αντί να πάρει τον Ηλεκτρικό ν’ ανέβει στην Αθήνα, άρπαζε το πρώτο μαύρο ταξί (μαύρο, αδυναμία ανεξήγητη) κι έλεγε φωναχτά στον σωφέρ: «Δελφοί».

Οι οδηγοί έπεφταν σε αφασία.
— Πατριωτάκι… δοκίμαζαν να ψελλίσουν. Δεν παίρνεις καλύτερα το τρένο;
— Αργεί… ήταν η απάντηση.

Αν είχε αεροπορική γραμμή ως τους Δελφούς, θα ‘παιρνε το πρώτο αεροπλάνο. Κάποτε, λέει, ένας απ’ τους σωφέρ τον ρώτησε σκανδαλισμένος:
— Πατριώτη… μην πρόκειται «περί θάνατο»;
— «Περί δίψα», είπε ο Ποιητής, κάνοντας τον άνθρωπο να γουρλώσει τα μάτια.

Ξεδίψασμα ζητούσε ο άνθρωπος. Και πού; Εκεί, ακριβώς, που διασταυρώνονταν άλλοτε οι ανθρώπινες αγωνίες κι οι καταλυτικές δίψες, που κατατρώγανε τη ζωή. Εκεί που ο άνθρωπος ή υψώνεται ή νικιέται και πέφτει και γίνεται παιχνίδι στα χέρια της Μοίρας.
[…]

Οι Δελφοί. Πάντα οι Δελφοί. Αυτοί ήταν ο βωμός κι ο κρυψώνας του. Τους έκραζε, τους μνημόνευε, σαν παιδί που δε χορταίνει να προφέρει το πιο ακριβό του όνομα.

Αυτή η παρουσία των Δελφών τυλιγόταν σ’ όλους τους λόγους του, όπως οι κισσοί γύρω απ’ τις αρχαίες κολώνες. Και, ακριβώς αυτό το ιερό βάραθρο είναι που τον προφύλαξε απ’ την πτώση του, απ’ όλα τα γλιστρίματα και —προπάντων— απ’ την πεζή και μικρόχαρη καθημερινότητα.

Κάθε φορά που τον σκέπαζαν τα, για όλους εμάς αόρατα, σύννεφα, άρπαζε το σάκο του κι έτρεχε, σαν τον κυνηγημένο, στους Δελφούς. Έφτανε λαχανιάζοντας, σα να φώναζε: «Απόλλωνα! Σώσε με απ’ τη σιγουριά!». Γιατί, αλήθεια, την φοβόταν τόσο πολύ την ασφάλεια; Τι χάος άνοιγε μπροστά του; Αλίμονο… Οι ταπεινοί οσπριοφάγοι της ζωής δε θα μπορούσαν ποτέ να το καταλάβουν. Γίνε όμως Σικελιανός. Κάνε σάρκα την πίστη του. Γέψου κι εσύ απ’ το βυζί που βύζαξε κείνος. Κοιμήσου με το νανούρισμα των Μουσών και θα δεις…

Εύκολο να είσαι άνθρωπος — αφού άνθρωπος γεννήθηκες. Δεν πήρες καμιά άλλη εντολή, εκτός απ’ αυτήν που παίρνουμε όλοι: «Μην προδώσεις — Προδώσου». Αλλά τι είχαμε να προδώσουμε ή να μην προδώσουμε; Μόνο έ ν α. Τον άνθρωπο. Κείνος είχε να προδώσει τόσα πολλά: Το Λόγο· κάποτε τον έλεγε Στίχο. Μα δεν πειράζει, το ίδιο κάνει.

Εκεί, στους Δελφούς είχε το σπίτι του ο Απόλλωνας. Κι εκεί έχτισε κι ο Άγγελος το δικό του. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ακόμη και να το ‘θελε.

Το ‘δα εκείνο το σπίτι. Το γνώρισα σε μέρες έκστασης και νεανικής μέθης. Κι ας ένιωθα από πάνω μου τις Φαιδριάδες να με παραμονεύουν, έτοιμες να με καταπλακώσουν, ενώ πιο πέρα και δίπλα στον «Θησαυρό των Αθηναίων», που χτίστηκε για ν’ απαθανατίσει το Μαραθώνα, ο βράχος της πανάρχαιας Σίβυλλας με κοιτούσε σαν αναπόφευκτη απειλή. Το σπίτι του Σικελιανού όμως ήταν το πρώτο μου προσκύνημα στους Δελφούς. Δεν ήξερα —ούτε και τότε— να γονατίσω. Και προσευχήθηκα όρθιος. Έμεινα ξέσκεπος και μπρος στην Κασταλία, χωρίς να χαράξω τα χείλη μου. Εγώ δεν είπα, δεν θα πω «είπατε τω βασιλεί». Δεν πιστεύω σε βασιλιάδες. Γιατί αν —σήμερα— όλοι οι Ναοί του Κόσμου είναι «χαλάσματα», φταίνε οι «βασιλείς».

Στους Δελφούς δεν πονάς. Ας είναι γύρω σου συντρίμμια. Δεν είναι ερείπια. Είναι λείψανα ιερά. Γι’ αυτό και μένουν ακέραια — ας έδειχναν τσακισμένα. «Αδερφέ μου», μου ‘χε πει μια μέρα, πολύ αργότερα, «με βρίσανε. Ακούς; Μου ‘παν πως πάω να αναβιώσω το Δελφικό Πνεύμα. Ν’ αναστήσω την Ιδέα. Μα τι ν’ α ν α σ τ ή σ ω ; Οι δυστυχισμένοι… Ανασταίνονται ποτές τα ζ ω ν τ α ν ά ; Τι να τους πεις…
[…]

Κείνος ο χειμώνας ήταν βαρύς. Ποτέ η Ελλάδα δεν είχε γνωρίσει βαρύτερο χειμώνα. Κάποτε όμως μπήκε ο Μάης. Κι εγώ γύρισα στην Αθήνα. Αγνώριστος! Μα κι η Αθήνα ήταν αγνώριστη. Έλειπαν τα πτώματα κι οι άνθρωποι που ψυχορραγούσαν. Οι δρόμοι είχαν καθαρίσει. Οι πεινασμένοι είχαν πεθάνει. Όσο για τους ζωντανούς… είχαν οργανώσει μόνοι τους τη σωτηρία τους.

Απ’ την πρώτη κιόλας μέρα πήγα στο σπίτι του. Ήταν γεμάτος άψη. Ανασκουμπωμένος, ανήσυχος.
— Τι τρέχει; τον ρώτησα. Τι ετοιμάζεις;
— Τι ετοιμάζουν οι μπουρλοτιέρηδες; Τι πρέπει να κρατούν στο χέρι τους οι…
Νόμιζα πως θα ‘λεγε «οι Δίες» και του είπα:
— Κεραυνούς!
Με κοίταξε αμήχανος.
— Αδερφέ μου! Είμαστε απόστολοι! Κεραυνός, τώρα για μας, είναι ο Λόγος!
— Και πότε θα βροντήσει;
Με κοίταξε αμήχανα.
— Λένε… στην επέτειο του Βαλαωρίτη. Δεν ξέρω. Έτσι μου είπαν Και ξέρεις πού; Δεν πάει ο νους σου… Στον Ιερό Βράχο. Ναι, στην ποδιά της Ακρόπολης. Στο Θέατρο του Αττικού. Θα το πίστευες;
— Δυστυχώς ναι, του λέω.
Απογοητεύτηκα. Αυτό το πελώριο θέατρο ήταν χάος. Θα του κατάπινε τη φωνή.
[…]

Ας έρθουμε γρήγορα σ’ αυτή τη μέρα… την ιστορική μέρα του μεγαλείου του και της αποκοτιάς του. Είχε υπερπλημμυρίσει το αρχαίο θέατρο. Σκαρφάλωσαν ως και στα βράχια του, γαντζώθηκαν απάνω τους. Ως και στις πέτρες του Ιερού Βράχου. Ελάχιστοι είχαν πάει για ν’ ακούσουν. Τι ν’ ακούσεις μες σ’ εκείνο το χάος; Είχαν πάει να δώσουν το «παρόν».

Κάποτε, τέλος, η ιεροτελεστία άρχισε. Πρώτος βγήκε ο Κατηφόρης. Τι είπε; Δεν ακούσαμε ούτε τον ψίθυρό του. Ύστερα ανέβηκε ο Σικελιανός. Ούτε «Κυρίες και κύριοι», ούτε «αγαπητοί μου φίλοι». Τίποτ’ απ’ αυτά, τα βαρετά και τ’ άχαρα. Ο Ποιητής γέμισε πρώτα τα στήθια του με αέρα, και κατόπι εξακόντισε μια φωνή, που έκανε να τρίξουν και τ’ αρχαία μάρμαρα. Η φωνή ανέβηκε πρώτα ως την Πνύκα, και κατόπι ανακυκλώθηκε προς του Φιλοππάου.

Πάρ’ ένα σβώλο, Mήτρο,
και διώξ’ εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο!
O χερουλάτης έφαγε τ’ άχαρα δάχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου ελιώσαν τα ήπατά μου.
Δυό μήνες έρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη
μ’ αρρώστια, με γεράματα! Bάσανα, νήστεια, κόποι
γι’ αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει
σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει
τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου
με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!…
Eξέχασες και δε μ’ ακούς;… εσένα κράζω, Mήτρο.
Διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο!

Η ουρανοδύναμη φωνή αμέσως σκεπάστηκε απ’ τη βουή του Λαού. Και όταν, σε λίγο, αυτή κόπασε, ξανακούστηκε η φωνή του Εξάγγελου, ανεβαίνοντας σε δυσθεώρητα ύψη. Οι φρουροί του καταχτητή, που φύλαγαν το εφιαλτικό τους πανί με τον αγκυλωτό, μαρμάρωσαν ακίνητοι στα κράσπεδα του Βράχου. Τότε… μόνο τότε κατάλαβαν, ποια χώρα ήρθαν να πατήσουν! Εκεί, μπροστά στα μάτια τους, ζωντάνεψαν οι μύθοι. Οι παλιοί μύθοι, για τ’ απίστευτα αναδραγαθήματα.




Στη Φωτογραφία το σπίτι του Σικελιανού στους Δελφούς

Monday, June 6, 2016

Ανάμεσα......



(Αφιερωμένο στα "υπομονετικά παιδιά" της Πλάκας)